- λαγόγηρως
- λᾰγό-γηρως,A gloss on μύξος, Suid.; on μυγαλῆ, Sch.Luc.Gall.24 ap.Bast Ep.Crit.p.169.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαγόγηρως — λαγόγηρως, ὁ (AM) 1. (κατά το λεξ. Σούδα) «μύξος» 2. είδος ποντικού, η μυγαλή … Dictionary of Greek